- ιταμότητα
- ηπροκλητική αναίδεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιταμότητα — η (Α ἰταμότης) [ιταμός] προκλητικότητα, θρασύτητα, αναίδεια, αυθάδεια αρχ. τόλμη, θάρρος … Dictionary of Greek
ἰταμότητα — ἰταμότης initiative fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek
ιταμία — ἰταμία, ἡ (Α) [ιταμός] ιταμότητα* … Dictionary of Greek
κυνοφθαλμίζομαι — (Α) κοιτάζω με ιταμότητα και αναίδεια σαν σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὀφθαλμίζομαι (< ὀφθαλμός)] … Dictionary of Greek
λαβρεύομαι — (Α) [λάβρος] κομπορρημονώ με αυθάδεια, φλυαρώ με θρασύτητα, με ιταμότητα («ἀεὶ μύθοις λαβρεύεται», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
προπέτεια — η, ΝΑ [προπετής] μτφ. άκαιρη και αλόγιστη σπουδή λόγου, απερίσκεπτη βιασύνη κατά την ομιλία νεοελλ. αυθάδεια, ιταμότητα αρχ. 1. κλίση ή πτώση προς τα εμπρός 2. εσπευσμένη κρίση κατά τη διάρκεια θυμού 3. αστάθεια 4. (για τη μύτη και για τα μάτια)… … Dictionary of Greek
προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς … Dictionary of Greek